Η ταυτότητά μας μέσα από το παιχνίδι
Πολύ συχνά η ικανότητα του παιδιού για παιχνίδι και για γέλιο πηγαίνουν μαζί. Μια προσωπική αίσθηση ταυτότητας μπορεί να περικλείνει συναισθήματα, όπως η επιφύλαξη, η νηφαλιότητα, το κέφι ή το πνεύμα. Όπως και να έχουν τα πράγματα ο Ενήλικος εκφράζει πάντα κάποιες Παιδικές πλευρές. Ένα παιδί μπορεί να παίξει ενεργά, δοκιμάζοντας τη δύναμη και τις ικανότητες, παίζοντας τις συγκινήσεις, τις φαντασιώσεις και τις μελλοντικές ελπίδες του.
Απομυθοποιώντας το παιχνίδι
Το παιχνίδι είναι μια σωματική και πνευματική δραστηριότητα, που γίνεται με σκοπό την διασκέδαση και την ανάπτυξη. Είναι ο τρόπος που έχει το παιδί να «δοκιμάζει» τη ζωή και να ανακαλύπτει τον κόσμο του. Μια προσωπική αίσθηση ταυτότητας μπορεί να περικλείει συναισθήματα, όπως η επιφύλαξη, η νηφαλιότητα, το κέφι ή το πνεύμα. Όπως και να έχουν τα πράγματα ο ενήλικος εκφράζει πάντα κάποιες παιδικές πλευρές. Όταν μεγαλώσει ο άνθρωπος αυτός θα στέκεται στο περιθώριο των κοινωνικών συναθροίσεων, θα κοιτάζει τους άλλους να κολυμπούν, να χορεύουν, να γελάνε και να διασκεδάζουν, ζηλεύοντας ίσως αυτούς που συγκεντρώνουν την προσοχή των άλλων ή απλώς νιώθοντας ανίσχυρος και ανεπαρκής.
Ενοχοποιώντας το παιχνίδι
Το πού έπαιζε κανείς σαν παιδί έχει συχνά τόση σημασία για την ενήλικη ζωή, όσο και το πώς έπαιζε. Μερικοί μεγάλοι έχουν χάσει την ικανότητα του παιχνιδιού. Το εσωτερικό παιδί ενός ατόμου που δεν μπορεί να παίξει μπορεί να νιώθει ένοχο κάτω από την επίδραση ενός εσωτερικού Γονεϊκού διαλόγου που λέει: «Το παιχνίδι είναι χαμένος χρόνος» ή «Σου απαγορεύω να παίξεις πριν τελειώσεις όλη τη δουλειά σου» ή «Δε σου αξίζει να σ’ αφήσω να διασκεδάσεις» ή «Ο τεμπέλης πολλά κακά σοφίζεται». Ένα τέτοιο άτομο θα διαλέξει ένα επάγγελμα που έχει όλο δουλειά και καθόλου παιχνίδι. Όταν οι άλλοι συνάδελφοί του χαλαρώνουν απ’ τη δουλειά τους το εσωτερικό παιδί του ατόμου αυτού νιώθει άσχημα, ενώ ο γονέας του τον επιδοκιμάζει.
Απολαμβάνοντας το παιχνίδι
Άλλοι ενήλικοι αντίθετα έχουν το γέλιο και τη διασκέδαση εύκολα. Το φυσικό παιδί τους γελάει από μια αίσθηση ηδονής, συχνά μ’ ένα «ξεκαρδιστικό» γέλιο ή με χαρούμενα ξεφωνητά. Τα άτομα αυτά μπορεί να έχουν μάθει να παίζουν τον κλόουν για να τραβήξουν την προσοχή ή για να κάνουν τους άλλους να γελάσουν. Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να γελάσει ή να κάνει τους άλλους να γελάνε, είτε είναι εφτά είτε εβδομήντα εφτά χρόνων, έχει πιθανότατα προσαρμοστεί να φοβάται την οικειότητα που μπορεί να δημιουργήσει το κοινό γέλιο. Το κοινό γέλιο είναι ένας τρόπος να γίνεσαι διαφανής για τους άλλους και μερικοί άνθρωποι δεν βγάζουν με τίποτε την πανοπλία τους.