Μια φορά κι έναν καιρό...
… ήταν μια μικρή ρακουνίτσα, γεμάτη επιθυμίες. Και αυτό από πάρα πολύ καιρό, από πολύ μικρή. Επιθυμίες κάθε χρώματος, θέλω να πω προς κάθε κατεύθυνση, και σε όλα τα θέματα. Και κυρίως επιθυμίες που δεν αντιστοιχούσαν καθόλου στις επιθυμίες των γονιών της. Το τρομακτικό στην όλη κατάσταση, είναι πως και οι γονείς της ήταν γεμάτοι επιθυμίες, αλλά διαφορετικές από εκείνες της μικρής ρακουνίτσας.
Εντελώς διαφορετικές, στους αντίποδες από τα θέλω της κόρης τους. Έτσι λοιπόν, εκείνη, κάθε φορά που επιθυμούσε κάτι, είχε την αίσθηση ότι ήταν μια επίθεση προς τους γονείς της! Σαν να τους έκανε κάτι βίαιο. Εξ’ ου και ντρεπόταν, για πάρα πολύ καιρό, για τις επιθυμίες της. Ντροπή βαθιά, κατακόκκινη, παντού μέσα της, στην κοιλιά, στα οπίσθια, ακόμα και στα γόνατα. Και πονάει, μια ντροπή στα γόνατα ενός ρακούν που συνέχεια κινείται!…
Και ξέρετε πως φαινόταν ότι ντρεπόταν....
… όταν είχε διαφορετικές επιθυμίες από τα αγαπημένα της πρόσωπα; Ε λοιπόν, έβγαζε θηλώματα. Μάλιστα, θηλώματα! Ω! Όχι πολύ μεγάλα, ούτε μαύρα, όπως ορισμένα θηλώματα, αλλά κάτι μικρά, ροζ, λευκά ή λίγο καφετιά. Γεμάτο μικρά θηλωματάκια, στα μπροστινά της πόδια. Στην αρχή δεν είχε δώσει σημασία στα θηλώματα. Όπως εμφανίζονταν, εξαφανίζονταν, μετά ξανάρχονταν… έτσι. Κι αργότερα, πολύ αργότερα, ενήλικη πια, όταν παντρεύτηκε, στην αρχή και πάλι δεν είχε αντιληφθεί ότι δεν τολμούσε να έχει διαφορετικές επιθυμίες από τον άνδρα της. Προσαρμοζόταν στα θέλω του συντρόφου της, και δεν άφηνε χώρο ύπαρξης στα δικά της. Δεν ένιωθε όμως και τόσο ευτυχισμένη. Μετά από πολλές παρεξηγήσεις, αποφάσισε να τον εγκαταλείψει, να ζήσει μόνη της.
Αποφάσισε έτσι να σέβεται τις επιθυμίες της, τις ορέξεις της, τους ενθουσιασμούς της, τα σχέδιά της, τα δικά της. Και τα θηλώματα δεν ξαναβγήκαν.
Κάποια μέρα συνάντησε ένα άλλο ρακούν, από άλλη χώρα.
Δεν είχαν τις ίδιες συνήθειες. Εκείνη, για παράδειγμα, ήθελε στοργή, με όλο της το είναι, τα πόδια και το μουσούδι, την κοιλιά και την πλάτη, κι εκείνος, λες και τον τρόμαζε λίγο η στοργή. Εκείνος ήταν πολύ επιδέξιος με την ουρά του. Της μάθαινε ένα σωρό νέα πράγματα, που η ρακουνίτσα δεν είχε κάνει ποτέ. Και λίγους μήνες μετά τη συνάντησή τους… τα θηλώματα επέστρεψαν. Προβληματίστηκε.
– Είμαι ευτυχισμένη, ερωτευμένη με τούτο το ρακούν, μαζί του νιώθω μεγάλη ηδονή. Τι δεν πάει καλά;
Αυτό που δεν είχε ακόμα προσέξει, είναι ότι σ’ αυτή την καινούργια σχέση, δεν είχε σεβαστεί μερικές από τις σημαντικότερες επιθυμίες της. Ορισμένες τις είχε απωθήσει, αρνηθεί, απορρίψει. Οπότε ξέσπασαν τα θηλώματα… όπως σπάνε τα δεσμά ή ανοίγουν οι θηλιές. Τα πόδια της γεμάτα, τουλάχιστον δεκαοχτώ. Μπορούσε να τα μετράει και να τα ξαναμετράει. Δεκαοχτώ, όσα και τα χρόνια που είχε πέρασε με τον πρώτο της άνδρα. Αυτό τη συγκλόνισε τόσο πολύ, που αποφάσισε να σέβεται καλύτερα τις επιθυμίες της, κυρίως με το νέο της φίλο. Μαθαίνουμε ότι τα θηλώματα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Είχε μείνει ένα τελευταίο, το οποίο και ευχαρίστησε: «Σ’ ευχαριστώ θηλωματάκι, μ’ έκανες να συνειδητοποιήσω ότι έβαζα Θηλιές στη ζωή μου. Αν τυχόν αφεθώ και ξανακυλήσω, μη διαστάσεις να ξαναέρθεις… για να με προειδοποιήσεις».
Έτσι τελειώνει ο μύθος της μικρής ρακουνίτσας, που, όταν μεγάλωσε, έμαθε να σέβεται τις επιθυμίες της, και να μην τους βάζει θηλιά… με θηλώματα.
Από το βιβλίο
Μύθοι που θεραπεύουν, μύθοι που εκπαιδεύουν
.